- πετσένιος, -ια, -ιο
- πετσένιος, -ια, -ιο και πέτσινος, -η, -ο ο κατασκευασμένος από δέρμα, από πετσί, ο δερμάτινος: Η ζώνη είναι πετσένια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.